δημακίδιον

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

[κῐ], τό, Com. Dim. of Δήμαξ, 'magnificative' of δῆμος, Ar.Eq.823; cf. δημίδιον.

German (Pape)

[Seite 561] τό, kom. dim. zu δῆμος, Ar. Equ. 820.

Greek (Liddell-Scott)

δημᾱκίδιον: [ῑ], τό, κωμ. ὑποκορ. τοῦ δῆμος (πρβλ. δημίδιον), Ἀριστοφ. Ἱππ. 823.

Greek Monolingual

δημακίδιον, το (Α)
(κωμικ. υποκοριστικό του δήμος) λαουτζίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που μαρτυρείται άπαξ
πιθ. από αμάρτ. δήμαξ < δήμος].