λαουτζίκος
From LSJ
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
Greek Monolingual
ο
1. τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα
2. οι φτωχοί και αμόρφωτοι άνθρωποι, ο κοσμάκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαός + επαυξημένη υποκορ. κατάλ. -ουτζίκος (πρβλ. καβγατζίκος, μασκαρατζίκος)].