δημεραστικός

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

German (Pape)

[Seite 561] ή, όν, zum Volksfreund geeignet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δημεραστικός: -ή, -όν, κλίσιν ἔχων πρὸς δημεραστίαν, Πρόκλ. Ἀλκ. 1, σ. 306.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
amante del pueblo subst. τὸ δ. amor por el pueblo, pasión por los asuntos públicos ref. a Alcibíades, Procl.in Alc.146.

Greek Monolingual

δημεραστικός, -ή, -όν (Α)
ο επιδεικτικά φιλικός προς τον δήμο, τον λαό.