φιλικός
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
φιλική, φιλικόν, friendly, ξενία Pl.Lg.919a; ἔργα X.Cyr.8.7.15; of persons, Arist.EN1157b14; μεγαλόψυχος καὶ φιλικός Phld.Rh.1.209 S.; φιλικώτερόν ἐστι X.Cyr.2.4.32; τὸ φιλικώτατον ἦθος Id.Mem.3.10.3: φιλικά = proofs of friendship or marks of friendship, φιλικὰ παθεῖν ὑπό τινος = have evidence of friendship from one Id.Cyr.4.6.6; τὰ φιλικά Id.Mem.2.6.21, Arist.EN1166a1, al.; φιλικὰ καὶ ποιητικὰ φιλίας ib. 1158a4; φιλικὸν οὐδὲν ἐποίουν X.An.4.1.9; φιλικὸν ἔργον Phld.Lib.p.59 O.; φιλικόν, τό, perhaps contribution, 'benevolence', τὸ φιλικὸν τοῦ βοηθοῦ τῆς τάξεως PSI4.301.16 (v A. D.); τὸ φιλικὸν τῆς ἐμβολῆς PFlor.297.345, al. (vi A. D.). Adv. φιλικῶς = amicably, in a friendly way, kindly disposed, ἔχω πρὸς σέ Pl.Grg.485e; opp. πολεμικῶς ἔχειν, X.HG 4.8.17; πρὸς ἑαυτὸν φιλικῶς διακεῖσθαι Arist.EN1166b26; ἔχειν πρός τινα Is.7.8; φιλικῶς σοι ποιήσομεν PCair.Zen.15v.38 (iii B. C.): Comp. φιλικώτερον X Mem.4.3.12: Sup. φιλικώτατα Id.Smp.9.4.
German (Pape)
[Seite 1278] dem Freunde gehörig, gebührend, geziemend, eigen, freundschaftlich, freundlich; ὁπόταν φιλικὰ παράσχῃ ξένια Plat. Legg. XI, 919 a; φιλικὰ ἔργα, auch ohne ἔργα, Freundschaftsbeweise, Xen. Cyr. 8, 7,15 Mem. 2, 6,21. 3, 10, 3 u. Folgde; φιλικὴ κοινωνία πραγμάτων Pol. 2, 37, 10. – Adv., φιλικῶς ἔχειν πρός τινα, freundlich gegen Einen gesinnt sein, Plat. Gorg. 485 e; Pol. 4, 32, 4; φιλικώτερον χρῆσθαί τινι Xen. Mem. 4, 3,13.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'ami ou d'amitié, amical ; τὰ φιλικά XÉN marques ou témoignages d'amitié;
Cp. φιλικώτερος, Sp. φιλικώτατος.
Étymologie: φίλος.
Russian (Dvoretsky)
φῐλῐκός: дружеский, дружественный (ἔργα Xen.; ξένια Plat.; κοινωνία Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλῐκός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φίλον, ξενίᾳ Πλάτ. Νόμ. 919Α· ἔργα Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 7, 15· ἐπὶ προσώπου, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 5, 2· φιλικώτερόν ἐστι Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 4, 32· τὸ φιλικώτατον ἦθος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 3· ― φιλικά, τεκμήρια φιλίας, φιλικὰ παθεῖν ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 4, 6, 6· τὰ φιλικὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 6. 21, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9, 4, 1, κ. ἀλλ.· φιλικὰ καὶ ποιητικὰ φιλίας αὐτόθι 8. 6, 1· οὕτω, φιλικὸν οὐδὲν ἐποίουν Ξεν. Ἀν. 4. 1, 9. ― Ἐπίρρ. -κῶς, μὲ φιλικὸν τρόπον, Πλάτ. Γοργ. 485Ε, Ξεν., κλπ.· φ. ἔχειν ἢ διακεῖσθαι πρός τινα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πολεμικῶς ἔχειν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 17, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 4, 10· φιλικῶς διατελεῖν πρός τινα Ἰσαῖος 64. 11. Συγκρ. -κώτερον, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 12· ὑπερθ. -κώτατα, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 9. 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φιλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φίλος
αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον φίλο ή στη φιλία ή αυτός που νιώθει και εκφράζει φιλία (α. «φιλικές σχέσεις» β. «φιλική συντροφιά» γ. «φιλική συμπεριφορά» δ. «ἀλλ' ἐπὶ ταῦτα εὐθὺς οἰκοδομεῖτε ἄλλα φιλικὰ ἔργα», Ξεν.)
νεοελλ.
1. μτφ. ο ταγμένος με το μέρος κάποιου (α. «η ελπίδα απάντεχε να ιδεί τα φιλικά καράβια», Σολωμ.
β. «φιλική χώρα» γ. «φιλικό έθνος»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο φιλικός·μέλος της Φιλικής Εταιρείας
3. φρ. «Φιλική Εταιρεία» — μυστική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τον Νικόλαο Σκουφά, τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον Εμμανουήλ Ξάνθο και η οποία είχε ως κύριο σκοπό την οργάνωση και προετοιμασία του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φιλικά
συμπόσιο συγγενών
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλικόν
πιθ. εύνοια
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα αισθήματα ή οι αποδείξεις φιλίας, τα τεκμήρια φιλίας
3. φρ. «φιλικον μέλος» — ερωτικό άσμα (Θεόκρ.).
επίρρ...
φιλικώς / φιλικῶς, ΝΜΑ, και φιλικά Ν
με φιλικό τρόπο.
Greek Monotonic
φῐλῐκός: -ή, -όν (φίλος), αυτός που ανήκει ή αυτός που ταιριάζει σε ένα φίλο, αυτός που αρμόζει σε ένα φίλο, φιλικός, σε Ξεν. κ.λπ.· φιλικά, αποδείξεις ή διακριτικά γνωρίσματα φιλίας, σε Ξεν.· επίρρ. -κῶς, με φιλικό τρόπο, σε Πλάτ. κ.λπ.· φιλίαν ἔχειν, είμαι ευνοϊκά διατεθειμένος, σε Ξεν.
Middle Liddell
φῐλῐκός, ή, όν φίλος
of or for a friend, befitting a friend, friendly, Xen., etc.:— φιλικά proofs or marks of friendship, Xen. adv. -κῶς, in a friendly way, Plat., etc.; φ. ἔχειν to be kindly disposed, Xen.
Translations
friendly
Albanian: miqësor; Arabic: لَطِيف; Moroccan Arabic: ضْريف, زْوين; Armenian: բարեկամական, ընկերական; Belarusian: ласкавы, прыязны, дружалюбны, сяброўскі, прыяцельскі; Bulgarian: приветлив, дружелюбен, приятелски; Catalan: amistós; Chinese Mandarin: 友好, 親切, 亲切; Czech: přívětivý, laskavý, přátelský; Danish: venlig; Dutch: vriendelijk, hartelijk; Estonian: sõbralik; Finnish: ystävällinen; French: amical, amicale, aimable, gentil, gentille; Galician: amigábel, amistoso; German: freundlich; Greek: φιλικός; Ancient Greek: φίλιος, φιλικός; Hawaiian: aikāne; Hebrew: חברותי), ידידותי; Hungarian: barátságos; Icelandic: vingjarnlegur, vinalegur; Indonesian: ramah; Irish: cairdiúil, carthanach, coimhirseach, comhbhách, córtasach, dáimhiúil, dea-mhuinteartha, éilitheach, forbhfáilteach, lách, méiniúil, muinteartha, páirtiúil; Italian: amichevole, accogliente; Japanese: 親切な, 友好的な; Javanese: ꦄꦏꦿꦧ꧀; Korean: 친절하다; Latin: amicus, venustus; Laz: გზამშინე; Lithuanian: draugiškas; Low German: fründlich; Macedonian: љубезен, мил, пријателски; Malay: ramah; Middle English: frendly, felawely; Nepali: मैत्रीपूर्ण; Norwegian Bokmål: vennlig; Nynorsk: venleg, vennleg; Persian: دوستانه; Plautdietsch: frintlich; Polish: przyjazny, życzliwy, przyjacielski; Portuguese: amigável, amistoso; Romanian: prietenos, amical; Russian: дружелюбный, приветливый, любезный, приятельский, добродушный; Scottish Gaelic: càirdeil; Serbo-Croatian Cyrillic: љу̏базан, ми̏о, пријатѐљскӣ; Roman: ljȕbazan, mȉo, prijatèljskī; Slovak: prívetivý, láskavý, priateľský; Slovene: prijazen, prijáteljski; Spanish: amistoso, amigable; Swedish: vänlig; Thai: กันเอง, เป็นกันเอง; Tocharian B: yṣuwar; Turkish: cana yakın; Ukrainian: люб'язний, ласкавий, дружелюбний, приязний, дружній, приятельський; Vietnamese: thân thiện; Volapük: flenöfik; Walloon: amiståve, binamé; White Yiddish: חבֿריש, פֿרײַנדלעך; Zazaki: dostane, ganşirın