δευτερογένεια

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του δευτερογενούς
2. (ειδ. για συμπτώματα νόσου) η επανεμφάνιση, το να φανεί για δεύτερη φοράδευτερογένεια τών συφιλιδικών φαινομένων»).