δευτεραῑος, -α, -ον (Α)1. αυτός που γίνεται ή πράττει κάτι τη δεύτερη μέρα2. το θηλ. ως ουσ. φρ. «τῇ δευτεραίᾳ», «τῇ δευταραίη» — κατά τη δεύτερη μέρα, την επομένη.