δευτεραίος

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

δευτεραῑος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται ή πράττει κάτι τη δεύτερη μέρα
2. το θηλ. ως ουσ. φρ. «τῇ δευτεραίᾳ», «τῇ δευταραίη» — κατά τη δεύτερη μέρα, την επομένη.