διασωστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A policeman, Just.Nov.130.1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ guía, conductor Iust.Nou.130.1.
Greek Monolingual
διασωστής, ο (Μ)
αυτός που περιφρουρεί την ασφάλεια τών πολιτών, ο αστυφύλακας.
οῦ, ὁ,
A policeman, Just.Nov.130.1.
-οῦ, ὁ guía, conductor Iust.Nou.130.1.
διασωστής, ο (Μ)
αυτός που περιφρουρεί την ασφάλεια τών πολιτών, ο αστυφύλακας.