ασφάλεια
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
Greek Monolingual
η (AM ἀσφάλεια) ασφαλής
1. σταθερότητα, σιγουριά
2. προφύλαξη και προστασία από κίνδυνο
3. εξασφάλιση, διασφάλιση
4. εγγύηση, υποθήκη
νεοελλ.
1. ασφαλιστική εταιρεία
2. ασφαλιστικό συμβόλαιο
3. το ποσό με το οποίο ασφαλίζεται κάποιος
4. η ασφαλιστική εγκοπή του όπλου
5. φρ. α) «ασφάλεια ατυχήματος» — παροχή ασφάλειας για την περίπτωση που αφορά σε πρόσωπα και περιουσιακά στοιχεία
6) «ασφάλεια ζωής» — μέθοδος κατά την οποία αποδίδεται ορισμένο κεφάλαιο στους κληρονόμους του ασφαλισμένου
γ) «ηλεκτρική ασφάλεια» — διάταξη ασφάλειας που διακόπτει το κύκλωμα όταν αυτό έχει υπερφορτωθεί
δ) «Συμβούλιο Ασφάλειας» — το πιο ουσιώδες όργανο του ΟΗΕ, που επιδιώκει την επίτευξη ανακωχών, καταπαύσεων του πυρός και επιτήρηση από διεθνείς παρατηρητές ζωνών όπου είναι πιθανόν να δημιουργηθούν επεισόδια
ε) «Σώματα Ασφαλείας» — οι κρατικές, αστυνομικές κυρίως, υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την επιβολή του νόμου και την τήρηση της τάξης σε μια χώρα
στ) «συλλογική ασφάλεια» — σύστημα με το οποίο τα κράτη έχουν προσπαθήσει να εμποδίσουν ή να σταματήσουν τους πολέμους
μσν.
1. περιορισμός προσώπου σ' ένα χώρο
2. φυλάκιση
αρχ.
1. το να μην παραπατάει, να μη σκοντάφτει κάποιος
2. φρ. «ἡ ἰδία ἀσφάλεια» — η προσωπική ασφάλεια ενός ατόμου
3. ειδική άδεια για να περάσει κανείς σε απαγορευμένη περιοχή
4. «ἀσφάλειαι» — περίοδοι ειρήνης
5. «ἀσφάλεια λόγου» — πειστικότητα ή βεβαιότητα ενός επιχειρήματος.