διαφοιβάζω

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

   A drive mad, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Aj.332.

Greek (Liddell-Scott)

διαφοιβάζω: ἐκμαίνω, μαινόμενον ποιῶ, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Σοφ. Αἴ. 332.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. inf. διαπεφοιβάσθαι;
agiter d’un transport furieux, mettre hors de soi.
Étymologie: διά, φοιβάζω.

Spanish (DGE)

enloquecer de terror λέγεις ... τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Ai.332.

Greek Monolingual

διαφοιβάζω (Α)
κάνω κάποιον μανιακό.