ἐκμαίνω

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμαίνω Medium diacritics: ἐκμαίνω Low diacritics: εκμαίνω Capitals: ΕΚΜΑΙΝΩ
Transliteration A: ekmaínō Transliteration B: ekmainō Transliteration C: ekmaino Beta Code: e)kmai/nw

English (LSJ)

drive mad with passion, ἐκμήνας θυμὸν ἔρωτι Pl.Epigr. 7.6, cf. Theoc.5.91; ἐπί τινι with love for her, Ar.Ec.966; φόβῳ τέτρωρον ἐκμαίνων ὄχον E.Hipp.1229; πόθον ἐκμῆναι to kindle mad desire, S.Tr.1142; ἐκμῆναί τινα δωμάτων to drive one raving from the house, E.Ba.36:—Pass., with pf. 2 Act. ἐκμέμηνα, go mad with passion, ταῦτα ἐκμαίνεσθαι ἔς τινα rage so against one, Hdt.3.33, cf. 37, Paus. 1.11.15; ἔρωτι οὐρανίῳ ἐκμεμηνυῖα [διάνοια] Ph.1.482; of mania, Aret. SD1.6; ὑπὸ τοῦ ἀκράτου Luc.Nigr.5; of sexual passion, εἰς γυναῖκας ἐκμανείς J.AJ8.7.5: also, c. acc., ἐκμανῆναί τινα to be madly in love with.., Anacreont.11.4; τινί Aristaenet.1.15 tit.; of persons in delirium, Hp.Epid.3.17.ιγ.

Spanish (DGE)

A intr.
I pres. en v. med. y aor. pas. en -η
1 medic., aor. sufrir un ataque de locura ἡ τοῦ Ἑρμοζύγου ἐκμανεῖσα ὀξέως ἄφωνος ἀπέθανεν Hp.Prorrh.1.17, cf. Hp.Epid.3.17.14, Ep.4.15, ἐλπὶς ἐκμανῆναι Hp.Coac.456, 632, παρεφρόνησε σφοδρῶς, ὡς ἐκμανῆναι Gal.17(1).786, c. giro prep. indic. causa καὶ ἔγωγε πολλοὺς οἶδα ... ἐκμανέντας ἐπὶ τοιαύταις κενώσεσιν Gal.11.170
pres. sufrir locura, volverse loco ἐς τὸ πᾶν ἐκμαίνονται Aret.SD 1.6.10, μετεξέτεροι δὲ ὑπὸ ὀργῆς ἐκμαίνονται unos cuantos sufren locura acompañada de ira Aret.SD 1.6.5, cf. CA 1.1.3
tb. de anim. ponerse rabioso, enloquecer c. part. τὰς δὲ τίγρεις φασὶ περιτυμπανιζομένας ἐκμαίνεσθαι Plu.2.144d.
2 gener. sufrir arrebatos como de locura, ponerse fuera de sí, perder el juicio por determinadas pasiones (amor, odio, ira, venganza, etc.), καλὴν Κυβήβην τὸν ... Ἄττιν ... βοῶντα λέγουσιν ἐκμανῆναι Anacreont.12, c. giros prep. Τρωΐω<ι> δ'ἐ π' ἄνδρι ἐκμάνεισα de Helena loca de amor por un troyano Alc.283.5, εἰς δὲ γυναῖκας ἐκμανείς καὶ τὴν τῶν ἀφροδισίων ἀκρασίαν I.AI 8.191, ὑπ' ἀκράτου ζηλοτυπίας ἐκμανείς I.BI 1.443, ἐκμανέντα ὑπὸ τοῦ θυμοῦ en un acceso de ira Paus.4.9.8, cf. Plu.Cic.42, sin expresión de la causa τὸ ἐκμανὲν τοῦ πάθους de la pasión amorosa, Hld.10.19.1, ἐκμανέντος αὐτοῦ en una discusión, Arr.Epict.3.2.11, ὅπως ... μήθ' οἱ ἄνθρωποι κακῶς ἐκμαίνωνται ref. al apasionamiento de las competiciones deportivas, D.C.52.30.7.
3 c. giro prep. de finalidad descargar la furia o delirio sobre ἡ γὰρ Ἰνὼ ... λέγεται περὶ τὸν υἱὸν ἐκμανῆναι se cuenta que Ino descargó su locura sobre su hijo Plu.2.267d, ἐξεμαίνετο εὐθὺς ἐς τοὺς Ἠπειρώτας Paus.1.11.5, c. ac. int. ταῦτα μὲν εἰς τοὺς οἰκηιοτάτους ὁ Καμβύσης ἐξεμάνη estas locuras cometió Cambises contra sus más allegados Hdt.3.33, cf. 37, τοῦτον τοιαῦτα ἔς τε Ἑλληνίδας πόλεις ... ἐκμανέντα Paus.9.33.6.
4 del delirio báquico y los efectos del vino ser presa de delirio, ponerse frenético αἱ περὶ τὸν Διόνυσον γυναῖκες ... ἐκμανεῖσαι Plu.2.249e, οἱ Ἰνδοὶ ... ὑπὸ τοῦ ἀκράτου ἐξεμάνησαν Luc.Nigr.5.
II en perf. act. estar enloquecido c. ὑπό y gen. ἱέρειαν ὑπό του θεῶν ἐκμεμηνυῖαν una sacerdotisa enloquecida por obra de algún dios Hld.1.2.6
estar enfurecido como un loco c. indic. de causa ὁ δὲ Θέρσανδρος ... πρὸς δὲ τὴν λύπην ἐξεμεμήνει Ach.Tat.6.7.3, εἰς τἄδικα διὰ τὸν σὸν πόθον οὕτως ἐκμεμηνυῖα Hld.7.20.5
de la mente estar fuera de sí c. dat. de causa ἔρωτι οὐρανίῳ σεσοβημένης κἀκμεμηνυῖας Ph.1.482.
B tr., en v. act. en pres. y aor. sigm.
I hacer enloquecer, producir locura o desvarío, volver loco frec. c. dat., medic. (νόσημα) τὴν ψυχὴν ἐκμαίνει ἀκρασίῃ τοῦ σώματος Aret.SD 1.1.2, abs. τὰ ... ἰώδεα ἐμέσματα μετὰ κωφώσιος ... ταχὺ ἐκμαίνει Hp.Prorrh.1.10, cf. Aret.SD 1.6.1
en cont. mítico o de fábula, c. dat. τοιῷδε φίλτρῳ τὸν σὸν ἐκμῆναι πόθον ref. Heracles, S.Tr.1142, αὐτὴν (τὴν Γεράναν) ἐξέμηναν τῇ πέρα τιμῇ Ael.NA 15.29
c. gen. enloquecer haciendo huir πᾶν τὸ θῆλυ σπέρμα Καδμείων ... ἐξέμηνα δωμάτων he hecho huir enloquecida de su morada toda la semilla femenil de los cadmeos E.Ba.36, cf. Apollod.1.9.12
de anim. hacer enloquecer, encabritar ταῦρος, φόβῳ τέτρωρον ἐκμαίνων ὄχον E.Hipp.1229, τὸ δὲ φάρμακον ... τὸν ταῦρον ἐξέμηνε Polyaen.8.43, διέστησέ τε αὐτὼ (ταύρω δύω) καὶ ἐξέμηνε κατ' ἀλλήλοιν Them.Or.22.279a.
II fig.
1 volver loco, trastornar, alborotar c. dat. ἐκμαίνετον τὸν πατέρα τοῖς ὀρχήμασι Ar.Fr.603, c. adv. τὴν πόλιν ... οὕτως ἐξέμηνεν llevó a la ciudad a tal grado de locura Aristid.Or.3.34
c. suj. abstr. hacer perder el juicio μὴ ὀργαὶ ἀτίθασοι ... τὴν διάνοιαν ἐκμήνωσιν Ph.2.272, ἐξέμηνε τὰ εἰρημένα τὴν Ἀρσάκην Hld.8.9.1, cf. Him.28.1, Thdt.HE 3.17.4, Gr.Naz.M.37.1340A, θέαμα πωλικῶν ἱπποδρόμων ... ἐκμαίνει νέους Amph.Seleuc.156, τί οὖν ἡμῖν τὸν χρηστὸν Ἄνυτον ἐξέμηνε; Lib.Decl.1.25
c. giros prep. de direcc., c. ἐπί y ac. de pers. suscitar un furor ciego contra ὑποψία μέν τις ἄδικος τῶν τινα ἐμοὶ πεπλησιακότων ἐξέμηνεν ἐπ' ἐμέ Lib.Or.1.257, cf. Him.40.6, Thdt.HE 3.6.4
c. εἰς y ac. incitar enloquecidamente hacia Ἔρως δὲ καὶ Διόνυσος ... ψυχὴν κατασχόντες ἐκμαίνουσιν εἰς ἀναισχυντίαν Eros y Dioniso adueñándose del alma la incitan enloquecidamente a la impudicia Ach.Tat.2.3.3, γυναῖκας ὁ κόσμος ... ἐξέμηνεν εἰς ὕβρεις Clem.Al.Paed.2.12.123, ἀνθρωποθυσίας, εἰς ἃς τὸ ἀνθρώπειον γένος ἐξέμηναν Eus.DE 4.10.3, τί τὸν ... δαίμονα εἰς τὸν κατὰ ἀνθρώπων ἐξέμηνε πόλεμον; ¿qué llevó al demonio a enloquecer hasta hacer la guerra a los hombres? Basil.M.31.376A, ἡ γαστριμαργία εἰς εἰδωλολατρείαν ἐξέμηνεν Basil.M.31.169C.
2 en cont. erót. volver loco de amor, despertar un amor loco c. giro prep. indic. causa o modo Κύπρι, τί μ' ἐκμαίνεις ἐπὶ ταύτῃ; Ar.Ec.966, cf. X.Eph.1.11.5, ἔρως ὃς ἐξέμηνεν ἐπ' αὐτῷ γυναῖκα Ph.2.78, cf. Ach.Tat.5.11.5, Ant.Lib.21.2, ἡ γυνὴ δὲ αὐτοῦ ... ἔλεγεν ὡς ὑπὸ φαρμάκων ἐκμήναιμι αὐτόν Luc.DMeretr.8.3, c. part. ἐκείνη ἐξέμηνε τὸν ἄνθρωπον πιεῖν τῶν φαρμάκων ἐγχέασα Luc.DMeretr.1.2, cf. Theoc.5.91, ἐμὸν ἐκμήνας θυμὸν ἔρωτι Pl.Epigr.6, sin rég. ἐκμαίνει χείλη με ῥοδόχροα AP 5.56 (Diosc.), τὸ βλέμμα δεινῶς ἐκμαῖνον τὸν ὀρθῶς ἐρῶντα Aristaenet.1.16.14, abs. ταῦτα ἐκμαίνει del amor, Hld.1.15.4
c. rég. prep. de direcc. suscitar el amor hacia αἰ Μαδιηναίων γυναῖκες ... αὐτοὺς (τοὺς Ἑβραίους) ... ἐπί τε τὰς ἀλλοδαπὰς ἐξέμηναν γυναῖκας Clem.Al.Strom.2.18.83, abs. δεινὴ δέ, ... ἐφ' ἑαυτὴν ἐκμῆναι experta sí, en volver locos por ella a los hombres Hld.1.9.2.
3 ref. al mar embravecer, encrespar τὴν θάλατταν δὲ τίς ἐξέμηνεν; Lib.Or.24.33.

German (Pape)

[Seite 768] (s. μαίνω), in Wut, Zorn setzen, Medic.; τέτρωρον ἐκμαίνων ὄχον Eur. Hipp. 1229; heftige Sehnsucht, Liebe entzünden, φίλτρῳ πόθον Soph. Tr. 1132; Κύπρι, τί μ' ἐκμαίνεις ἐπὶ ταύτῃ Ar. Eccl. 965; ἐκμαίνει χείλη με Sosipat. 3 (V, 56); Plat. 22 (VII, 99), u. öfter in der Anth.; – ἐκμῆναί τινα δωμάτων, in Wuth heraustreiben, Eur. Bacch. 36. – Pass., in heftige Leidenschaft, Wuth geraten, Hippocr. u. A.; bes. heftig lieben, Anacr. 11, 3; ἐξεμάνησαν Luc. Nigr. 5; περί τινα, Plut. qu. Rom. 16; τινί, Aristaen. 1, 15. Aber ἐκμαίνεσθαι εἴς τινα = gegen Einen wüthen, Her. 3, 37.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκμανῶ, ao. ἐξέμηνα ; ao.2 Pass. ἐξεμάνην;
1 rendre fou, affoler ; particul. affoler de désir, affoler de passion ; ἐκμ. πόθον SOPH exciter la passion ; Pass. avoir une passion folle : περί τινα pour qqn;
2 rendre furieux ; Pass. être rendu furieux : ὑπό τινος par l'effet de qch ; ἐκμ. ἔς τινα être furieux contre qqn.
Étymologie: ἐκ, μαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμαίνω: (fut. ἐκμανῶ, aor. ἐξέμηνα; aor. 2 pass. ἐξεμάνην) сводить с ума, приводить в неистовство (τέτρωρον ὄχον Eur.; ἐκείνη ἐξέμηνε τὸν ἄνθρωπον Luc.): ἐ. πόθον Soph. разжигать страсть; ἐ. τινὰ ἐπί τινι Arph. внушать кому-л. безумную страсть к кому-л.; ἐκμῆναί τινα δωμάτων Eur. выгнать кого-л., охваченного неистовством, из дому; pass. сходить с ума, неистовствовать (ἔς τινα Her.; ὑπό τινος Luc., Plut.): ὑπὸ τοῦ ἀκράτου ἐξεμάνησαν Luc. от вина они впали в буйство; перен. быть охваченным страстью (τινα Anacr. и περί τινα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, εἰς μανίαν ἐμβάλλω, τρελλαίνω, ἐκμήνας θυμὸν ἔρωτι Πλάτ. Ἐλεγειακ. 7 Bgk., πρβλ. Θεόκρ. 5. 90· ἐπί τινι, ἐξ ἔρωτος πρός τινα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 965· φόβῳ τέτρωρον ἐκμαίνων ὄχον Εὐρ. Ἱππ. 1229· σὸν ἐκμῆναι, νὰ διεγείρῃ μέχρι μανίας τὴν ἐπιθυμίαν σου, Σοφ. Τρ. 1142· καὶ πᾶν τὸ θῆλυ σπέρμα Καδμείων, ὅσαι γυναῖκες ἦσαν, ἐξέμηνα δωμάτων, τὰς ἔκαμα νὰ φύγωσιν ἐκ τῶν οἰκιῶν ὡς μαινόμεναι, Εὐρ. Βάκχ. 36: - Παθ. μετὰ β΄ ἐνεργ. πρκμ. ἐκμέμηνα· τοιαῦτα ἐκμαίνεσθαι εἴς τινα, ἔχειν τοιαύτην μανίαν ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 3. 33, 37· οὕτω μετ’ αἰτ., χάνω τὸν νοῦν μου ἐξ ἔρωτος, τρελλαίνομαι, οἱ μὲν καλὴν Κυβήβην τὸν ἡμίθηλυν Ἄττιν ἐν οὔρεσιν βοῶντα λέγουσιν ἐκμανῆναι Ἀνακρεόντ. 11. (12) 4, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 5· τινι Ἀρισταίν. 1. 15, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ: ἐπὶ προσώπων πασχόντων ἐκ παραληρήματος ἢ παροδικῆς παραφροσύνης, Ἱππ. 1112Α, κτλ.

Greek Monolingual

(AM ἐκμαίνω)
παραφέρομαι, μέ πιάνει μανία
αρχ.
1. διεγείρω, προκαλώ μεγάλο πάθος
2. διώχνω κάποιον με μανία
3. μέσ. έχω μανία εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

ἐκμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ·
1. ξετρελαίνω, οδηγώ κάποιον στην τρέλα, σε Ευρ., Θεόκρ.· ἐκμῆναί τινα δωμάτων, οδηγώ κάποιον μαινόμενο εκτός σπιτιού, σε Ευρ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. βʹ ἐκμέμηνα, χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι, σε Ηρόδ.
2. με αιτ. πράγμ., ἐκμῆναι πόθον, ανάβω, διεγείρω μέχρι μανίας την επιθυμία, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
1. to drive mad with passion, Eur., Theocr.; ἐκμῆναί τινα δωμάτων to drive one raving from the house, Eur.:—Pass., with perf. 2 act. ἐκμέμηνα, to go mad with passion, be furious, Hdt.
2. c. acc. rei, ἐκμῆναι πόθον to kindle mad desire, Soph.