δικράνι

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το και δικριάνι και δεκριάνι (Α δίκρανον, Μ δικράνιον)
γεωργικό εργαλείο με δύο δόντια, χηλές, και μακριά λαβή το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στο αλώνισμα και λίχνισμα τών σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δίκρανο].