το και δικριάνι και δεκριάνι (Α δίκρανον, Μ δικράνιον)γεωργικό εργαλείο με δύο δόντια, χηλές, και μακριά λαβή το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στο αλώνισμα και λίχνισμα τών σιτηρών.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δίκρανο].