αλώνισμα

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source

Greek Monolingual

το και αλωνισμός, ο αλωνισμός (Γεωπ.)
η εργασία που γίνεται για να διαχωριστούν οι σπόροι (κόκκοι) από τα στελέχη τών σιτηρών, τών οσπρίων και άλλων σπορελαιούχων φυτών.

Translations

threshing

Bulgarian: вършитба; Finnish: puinti; Galician: maza, malla; Greek: αλώνισμα, αλωνισμός; Ancient Greek: ἁλοατός, ἀλόησις, ἀλοησμός, ἀλοητός, ἀλοίησις, ἀλώησις, ἁλωισμός, ἁλωνία, ῥαβδισμός; Italian: trebbiatura; Russian: молотьба; Turkish: harman; Ukrainian: молотьба