[Seite 614] = διαχόω, Strabo.
διαχώννυμι: διαχόω, Στράβ. 245.
διαχώννυμι και διαχῶ (-όω) (Α)1. γεμίζω με χώμα, επισωρεύω χώμα2. οχυρώνω με χώμα.