δίκορος

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ον,

   A having a double pupil, Ptol.Chenn.p.192W., Suid., Eust.295.44.

German (Pape)

[Seite 629] mit zwei verschiedenen Pupillen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

δίκορος: -ον, ὁ ἔχων διαφόρους τὴν χροιὰν ὀφθαλμούς, Μυθογρ. σ. 192, 14 West., Κωνστ. Μανασσ. 3009. Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄ σ. 43.

Spanish (DGE)

-ον
1 de doble pupilade la mujer de Candaules, Abas 2.
2 de pupilas de color diferente dicho de Támiris, Eust.298.44, del emperador Anastasio, Io.Mal.Chron.M.97.580C, Sud.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίκορος, -ον)
αυτός του οποίου τα μάτια έχουν διαφορετικό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόρη «στρογγυλό άνοιγμα της ίριδας του ματιού»].