δίκροσσος

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ον,

   A double-bordered or fringed, Poll.7.72, EM430.30.

Greek (Liddell-Scott)

δίκροσσος: -ον, ὁ ἔχων διπλοῦς κροσσούς, Πολυδ. Ζ΄, 72.

Spanish (DGE)

-ον
1 con doble orla o franja ἡμιτύβιόν ἐστι λινοῦν τι ἔνδυμα ἢ σινδόνιον δ. Erot.Fr.50, σινδόνιον Hsch.η 527, φακιόλιον Sch.Ar.Pl.729d.
2 subst. τὸ δ. prob. camisa con doble orla o cenefa, SB 13793.20 (II d.C.)
p. ext. lienzo o pañuelo de lino, siempre como expl. de ἡμιτύβιον Poll.7.72, Hdn.Gr.2.261, EM 430.31G., Sud.s.u. ἡμιτύβιον, Phot.s.u. ἡμιτύβιον.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίκροσσος, -ον)
αυτός που έχει διπλά κρόσσια.