διπλά

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

επίρρ. διπλός
διπλάσια, σε διπλάσια ποσότητα.

Russian (Dvoretsky)

διπλά: Anth. (= διπλᾶ) pl. n к διπλόος.