διπλά

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

επίρρ. διπλός
διπλάσια, σε διπλάσια ποσότητα.

Russian (Dvoretsky)

διπλά: Anth. (= διπλᾶ) pl. n к διπλόος.