Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
επίρρ. διπλός
διπλάσια, σε διπλάσια ποσότητα.
διπλά: Anth. (= διπλᾶ) pl. n к διπλόος.