δολιχοκέφαλος

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
άτομο του οποίου η μέγιστη προοπίσθια διάμετρος της κεφαλής είναι πολύ μεγαλύτερη από τη μέγιστη εγκάρσια.