δυνάστωρ

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = δυνάστης, E.IA280 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 673] ορος, ὁ, = δυνάστης, Eur. I. A. 280.

Greek (Liddell-Scott)

δῠνάστωρ: -ορος, ὁ = δυνάστης, Ψευδευριπ. Ι.Α. 280.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
c. δυνάστης.
Étymologie: δύναμαι.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ

• Prosodia: [-ῠ-]
jefe, príncipe Ἤλιδος δυνάστορες príncipes de la Élide componentes de la expedición aquea contra Troya, E.IA 280.

Greek Monolingual

δυνάστωρ (-ορος), ο (Α)
δυνάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ποιητικός τ. του δυνάστης.