διφρουργία

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

η, (ἔργον)

   A making chairs, Thphr.HP3.10.1.

German (Pape)

[Seite 645] ἡ, das Wagenbauen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

διφρουργία: ἡ, (*ἔργω) =διφροπηγία, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 10, 1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
fabricación de sillas χρήσιμον ... ξύλον ... εἰς διφρουργίαν Thphr.HP 3.10.1.

Greek Monolingual

διφρουργία, η (Α)
κατασκευή δίφρου.