δυσεκβίαστος

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A hard to overpower, ἐπιθυμίαι Plu.2.127a, cf.Cor.2, Eun.VSp.500 B.

German (Pape)

[Seite 678] dem man schwer etwas entreißen kann, Plut. Ages. 2 u. öfter; übh = unbezwinglich.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεκβίαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταβάλῃ τις, Πλούτ. 2. 127Α. ― Ἐπίρρ. δυσεκβιάστως Ν. Χων. σ. 273. 5 (Βόνν).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à repousser ou à vaincre par la force, difficile à soumettre.
Étymologie: δυσ-, ἐκβιάζω.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers., sent. fís. difícil de dominar, de vencer βάρος ref. al cuerpo de un luchador, Plu.Cor.2
fig. ἐπιθυμίαι Plu.2.127a
sent. anímico que no se deja ablandar, obstinado τραχὺς καὶ δ. Plu.Phoc.10, φιλόνεικος ... καὶ δ. Eun.VS 500.
2 de lugares inexpugnable (τόπος) χαλεπὸς καὶ δ. τοῖς παροικοῦσιν Plu.Arat.50.

Greek Monolingual

δυσεκβίαστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα εκβιάζεται ή καταβάλλεται από άλλον.