δυσλειτουργία
Greek Monolingual
η
1. ακανόνιστη, ανώμαλη, αυξημένη ή ελαττωμένη λειτουργία οργάνου, αδένα κ.λπ.
2. κακή λειτουργία οργανισμού, υπηρεσίας κ.λπ.
η
1. ακανόνιστη, ανώμαλη, αυξημένη ή ελαττωμένη λειτουργία οργάνου, αδένα κ.λπ.
2. κακή λειτουργία οργανισμού, υπηρεσίας κ.λπ.