ὑποκλίνω
English (LSJ)
[ῑ],
A bend under or in subjection to, γόνυ τινί Nonn.D.15.124: but usu. in Pass., recline or lie down under, c. dat., σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Od.5.463, cf. AP9.71 (Antiphil.), etc.; Βάκχῳ νύμφη ὑποκλινθεῖσα, = ὑποδμηθεῖσα, Orph.A.195; μαζὸς ὑπεκλίνθη has grown flaccid, AP5.272 (Agath.); ὑποκεκλιμένων τῶν σκελῶν with the legs bent, Aët. 16.111. 2 give way to, ὅταν τὸ ἐπιθυμητικὸν -κλίνηται τῷ θυμικῷ Herm. in Phdr.p.157 A.: so intr. in Act., εἰ . . ὑποκλίνοιτε φάλαγγι Orph.A.848. 3 turn aside, Phlp. in Mete.85.39.