ὑποκλίνω
English (LSJ)
[ῑ],
A bend under or bend in subjection to, γόνυ τινί Nonn. D. 15.124: but usually in Pass., recline or lie down under, c. dat., σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Od.5.463, cf. AP9.71 (Antiphil.), etc.; Βάκχῳ νύμφη ὑποκλινθεῖσα = ὑποδμηθεῖσα, Orph.A.195; μαζὸς ὑπεκλίνθη = has grown flaccid, AP5.272 (Agath.); ὑποκεκλιμένων τῶν σκελῶν with the legs bent, Aët. 16.111.
2 give way to, ὅταν τὸ ἐπιθυμητικὸν ὑποκλίνηται τῷ θυμικῷ Herm. in Phdr.p.157 A.: so intr. in Act., εἰ . . ὑποκλίνοιτε φάλαγγι Orph.A.848.
3 turn aside, Phlp. in Mete.85.39.
German (Pape)
[Seite 1220] niederbeugen, unterwerfen. – Pass. darunter liegen, σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Od. 5, 463, u. sp. D., ὑποκλινθεὶς δένδροις Antiphil. 12 (IX, 71), μαζὸς ὑπεκλίνθη Agath. 13 (V, 273); – übertr. sich unterwerfen, nachgeben, ὑποκλινθῆτε φάλαγγι Orph. Arg. 851, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
coucher sous;
Pass. ὑποκλίνομαι;
1 se coucher sous, s'étendre sous, τινι;
2 fig. se courber sous, céder à, τινι;
3 incliner ou pendre en bas ; en parl. d'astres être à son déclin.
Étymologie: ὑπό, κλίνω.
English (Autenrieth)
only pass. aor., ὑπεκλίνθη, he lay down, Od. 5.463†.
Greek Monolingual
ὑποκλίνομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκλίνω ΜΑ
μέσ.
1. κλίνω το κεφάλι και τον κορμό προς τα εμπρός για να χαιρετήσω κάποιον και να του εκφράσω τον σεβασμό μου, κάνω υπόκλιση
2. δηλώνω υποταγή, υποτάσσομαι
νεοελλ.
μτφ. αναγνωρίζω την αξία κάποιου, θαυμάζω κάποιον («υποκλίνομαι μπροστά στο ταλέντο σας»)
μσν.-αρχ.
ενεργ. κλίνω, γέρνω ελαφρά προς τα εμπρός («καὶ τὴν κεφαλὴν ὑπέκλινεν ὡς ἐν σχήματι προσκυνήσεως», Μηναί.)
αρχ.
1. ενεργ. υποτάσσω
2. μέσ. α) παραμερίζω
β) παρεκκλίνω
γ) (για αστέρα) δύω
3. παθ. (με δοτ.) πλαγιάζω κάτω από κάποιον.