A v. ἔγκατα.
German (Pape)
[Seite 706] τό, s. ἔγκατα.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκατον: ἴδε ἔγκατα.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
d’ord. plur. ἔγκατα ; dat. ἔγκασι;
intestins, entrailles.
Étymologie: ἐγκάς.
Greek Monolingual
ἔγκατον, το (Α)
βλ. έγκατα.