εγκωμιαστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐγκωμιαστικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εγκώμιο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκωμιαστικόν
α) εγκώμιο
β) είδος ρητορικού λόγου.
-ή, -ό (AM ἐγκωμιαστικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εγκώμιο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκωμιαστικόν
α) εγκώμιο
β) είδος ρητορικού λόγου.