εγκώμιο

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

το (AM ἐγκώμιον)
έπαινος, επαινετικός λόγος
αρχ.
1. επαινετική ωδή
2. έπαινος για τα έργα κάποιου (σε αντίθεση με τον έπαινο για την αρετή).