δωρόδειπνος

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ον,

   A giving dinner, παῖς δ., i.e. a waiter, Ath.15.701b.

German (Pape)

[Seite 695] der eine Mahlzeit schenkt, παῖς, der die Speisen herumgiebt, Ath. XV, 701 b.

Greek (Liddell-Scott)

δωρόδειπνος: -ον, παρέχων τὸ δεῖπνον, παῖς δ., ὑπηρέτης, Ἀθήν. 701B.

Spanish (DGE)

-ον
que atiende la mesa del banquete παῖς camarero Ath.701b.

Greek Monolingual

δωρόδειπνος, ο (Α)
αυτός που προσφέρει ή σερβίρει το δείπνο, ο σερβιτόρος.