ὑπηρέτης
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
ὑπηρέτου, ὁ, (ἐρέτης) Dor. ὑπηρέτας IG42(1).122.40,112 (Epid., iv B. C.), SIG1000.31 (Cos, i B. C.):—
A rower, τοὶ ὑ. τᾶν μακρᾶν ναῶν SIG l. c. (dub. sens.).
II underling, servant, attendant, Hdt.3.63, 5.111; δοῦλοι καὶ πάντες ὑ. Pl.Plt. 289c; ὑπηρέτης [τῆς πόλεως], opp. ἄρχων, Id.R.552b; ἡ πόλις εἰς ὑπηρέτου σχῆμα.. προελήλυθεν D.23.210; τῶν ἰατρῶν, τῶν δικαστῶν ὑ., Pl.Lg.720a, 873b; used in Trag. and Att. to express all kinds of subordinate relations, as Hermes is ὑ. θεῶν, A.Pr.954, cf. 983; the Delphians are Φοίβου ὑπηρέται, S.OT712; Neoptolemus is ὑπηρέτης to Odysseus, Id.Ph.53; the αὐλός is ὑπηρέτης to the Chorus, Pratin.Lyr.1.7: sometimes c. dat., τῷ θεῷ ὑ. Pl.Lg.773e; ὑπηρέτης τοῖς νόμοις ib.715c, Arist.Pol. 1287a21; also οἱ περὶ τυράννους καὶ πόλεις ὑ. E.Tr.426; opp. οἰκέτης, X.Mem.2.10.3: c. gen. objecti, ὑπηρέτης παντὸς ἔργου a helper in every work, Id.An.1.9.18.
2 at Athens,
a the servant who attended each man-at-arms (ὁπλίτης) to carry his baggage, rations, and shield, Th.3.17; sometimes light-armed as slingers or bowmen, Ar.Av. 1186.
b ὁ τῶν ἕνδεκα ὑπηρέτης the assistant of the Eleven, employed in executions of state-criminals, Pl.Phd. 116b, cf. X.HG2.3.54, 2.4.8.
c a petty officer of the Council, IG12.879 (pl.), Hesperia 3.63 (iv B. C.).
3 pl., staff-officers in immediate attendance on the general, aides-de-camp, adjutants, X.Cyr.2.4.4, 6.2.13, etc.: sg., D. 50.31; also, officer attached to τάξις, σύνταγμα, or ἑκατονταρχία, Ascl. Tact.2.9, 6.3, Ael.Tact.9.4, 16.2, Arr.Tact.10.4,14.4.
4 servitor in the cult of Mithras, Rev.Hist.Rel.109.64 (Rome).
German (Pape)
[Seite 1206] ὁ, der Ruderer, Matrose, übh. die ganze Schiffsmannschaft im Gegensatz zu den Seesoldaten. – Jeder, der schwere Handarbeit verrichtet, übh. Diener, Aufwärter; θεῶν Aesch. Prom. 956; Soph. O. R. 712 Phil. 53; Eur. oft, auch οἱ περὶ τυράννους καὶ πόλεις ὑπ., Troad. 426. – Bes. in Athen der Diener des Schwerbewaffneten, ὁπλίτης, der ihn in's Feld begleitet, ihm Gepäck, Proviant, auch den Schild trägt, = σκευοφόρος, Böckh Ath. Staatshh. I p. 292; und Diener der ἀρχαί, der Besoldung erhält (s. ὑπηρεσία), Dem. 24, 162; ὁ τῶν ἕνδεκα ὑπηρέτης Plat. Phaed. 116 c; Gegensatz ἄρχων, Rep. VIII, 552 b, vgl. Polit. 290 b. – Bei Xen. eine Anzahl von Soldaten zum unmittelbaren Dienste des Feldherrn, Ordonnanzen u. Adjutanten, vgl. Cyr. 6, 2, 13. 3, 14.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. rameur, matelot, tout homme d'équipage (autre que les soldats de marine) sous les ordres d'un chef ou patron;
II. p. ext. tout homme sous les ordres d'un autre, serviteur ; p. anal. ὑπηρέτης θεῶν ESCHL serviteur des dieux ; particul. à Athènes :
1 serviteur qui accompagnait l'hoplite en campagne et vaquait à ses menus soins, sorte d'ordonnance de l'hoplite;
2 exécuteur public aux ordres des Onze, chargé de l'exécution des criminels d'État;
3 au plur. οἱ ὑπηρέται sorte d'aides de camp ou d'adjudants auprès du général.
Étymologie: ὑπό, ἐρέσσω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπηρέτης: ου ὁ
1 помощник, исполнитель: ὑ. τινός Aesch., Soph., Plat. etc., τινί Plat. и περί τινα Eur. помощник кого-л., исполнитель чьей-л. воли; ὑ. παντὸς ἔργου Xen. помощник во всех делах; ὁ τῶν Ἓνδεκα ὑ. Plat. агент коллегии Одиннадцати, т. е. исполнитель судебных приговоров (в Афинах);
2 служитель, слуга (δοῦλοι καὶ πάντες ὑπηρέται Plat.): ὑ. θεῶν Aesch. = Ἑρμῆς;
3 ординарец, адъютант Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπηρέτης: -ου, ὁ, (ἐρέτης) κυρίως, ὁ ὑπὸ ἄλλον ἐρέτην κωπηλάτης, ὁ ὑπηρετῶν ἐν πλοίῳ, διεκρίνοντο δὲ οὗτοι ἀπὸ τῶν ναυτῶν καὶ τῶν ἐρετῶν (ἴδε ἐν λέξ. ὑπηρεσία ΙΙ), Böckh P. E. 1. 373· - ἐντεῦθεν, ΙΙ. καθόλου, ὁ ὑποτεταγμένος εἴς τινα, ὑπό τινα διατελῶν καὶ ἐργαζόμενος ὑπὲρ αὐτοῦ, ὑπηρέτης, θεράπων, βοηθός, διάκονος, Λατ. appavilor, Ἡρόδ. 3. 63., 5. 111· δοῦλοι καὶ πάντες ὑπ. Πλάτ. Πολιτικ. 289C· ὑπ. τῆς πόλεως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄρχων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 552Β ἡ πόλις εἰς ὑπηρέτου σχῆμα... προελήλυθε Δημ. 690. 21· τῶν ἰατρῶν, τῶν δικαστῶν ὑπ. Πλάτ. Νόμ. 720Α, 873Β· - παρ’ Ἀττ. κεῖται εἰς δήλωσιν παντὸς εἴδους ὑπηρετικῆς σχέσεως, ὡς ὁ Ἑρμῆς καλεῖται ὑπ. θεῶν, Αἰσχύλ. Προμ. 954, πρβλ. 983· οἱ τῶν Δελφῶν κάτοικοι λέγονται Φοίβου ὑπηρέται Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 712· ὁ Νεοπτόλεμος ὑπηρέτης τοῦ Ὀδυσσέως, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 53· ὁ αὐλός, ὑπηρέτης τοῦ χοροῦ Πρατίνας 1. 9· ἐνίοτε μετὰ δοτ., ὑπ. τῷ θεῷ Πλάτ. Νόμ. 773Ε· τοῖς νόμοις ὑπ. αὐτόθι 715C, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 4· ὡσαύτως, οἱ περὶ τυράννους... ὑπ. Εὐρ. Τρῳ. 426· πρβλ. Ξεν. Ἀτομ. 2. 10, 3· - μετὰ γενικ. τοῦ ἀντικειμ., ὑπ. ἔργου, βοηθὸς ἐν ἔργῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 1. 9, 18. 2) ἐν Ἀθήναις, α) ὁ ὑπηρέτης παρακολουθῶν ἕκαστον ὁπλίτην καὶ φέρων τὴν ἀποσκευὴν αὐτοῦ, τὰς τροφὰς καὶ τὴν ἀσπίδα, σκευοφόρος, Θουκ. 3. 17· ἐνίοτε ἦσαν οὗτοι ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι ὡς σφενδονῆται καὶ τοξόται, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1186. β) ὁ τῶν ἕνδεκα ὑπ., ὁ βοηθὸς τῶν ἕνδεκα ὑπηρετῶν κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῆς ποινῆς τῶν πολιτικῶν καταδίκων, Πλάτ. Φαίδ. 116Β, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 54., 4. 8. γ) παρὰ Ξεν., ὑπηρέται καλοῦνται ἀξιωματικοί τινες ὑπὸ τὰς ἀμέσους διαταγὰς τοῦ στρατηγοῦ ἐνεργοῦντες ὡς ὑπασπισταὶ αὐτοῦ καὶ βοηθοί, Κύρου Παιδ. 2. 4, 4., 6. 2, 13, κλπ. 3) παρὰ τοῖς Ἐκκλ. = ὑποδιάκονος.
Spanish
English (Strong)
from ὑπό and a derivative of eresso (to row); an under-oarsman, i.e. (generally) subordinate (assistant, sexton, constable): minister, officer, servant.
English (Thayer)
ὑπηρετου, ὁ (from ὑπό, and ἐρέτης from ἐρέσσω to row), from Aeschylus and Herodotus down;
a. properly, an under rower, subordinate rower.
b. anyone who serves with his hands; a servant; in the N.T. of the officers and attendants of magistrates as — of the officer who executes penalties, οἱ ὑπηρετοι οἱ ἐμοί, my servants, retinue, the soldiers I should have if I were a king, δοῦλος (Plato, polit., p. 289c.), anyone who aids another in any work; an assistant: of a preacher of the gospel (A. V. minister, which see in B. D.), ὑπηρέται λόγου, Χριστοῦ, διάκονος, at the end.)
Greek Monolingual
ο / ὑπηρέτης, ΝΜΑ, θηλ. υπηρέτρια Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. ὑπηρέτις, -ιδος, Α
νεοελλ.
1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία σε σπίτι ή σε κατάστημα
2. στρατ. (παλ. όρος) στρατιώτης που χειριζόταν πυροβόλο, όλμο ή πολυβόλο
3. φρ. «δημόσιοι υπηρέτες»
(παλ. όρος) i) κατηγορία δημόσιων υπαλλήλων με κατώτερο βαθμό
ii) το σύνολο τών δημοσίων υπαλλήλων
μσν.-αρχ.
υποδιάκονος, υπηρέτης διακόνου, πρεσβυτέρου ή επισκόπου
αρχ.
1. αυτός που υπηρετούσε στο πλοίο ως κωπηλάτης με κατώτερο βαθμό
2. δούλος που ακολουθούσε στην εκστρατεία τον κύριό του
3. αξιωματικός υπό τις διαταγές στρατηγού, υπασπιστής ή ακόλουθος
4. λειτουργός της λατρείας του Μίθρα
5. φρ. α) «Φοίβου ὑπηρέται» — οι κάτοικοι τών Δελφών (Σοφ.)
β) «ὑπηρέτης τοῦ χοροῦ» — ο αυλός (Πρατίν.)
γ) «ὁ τῶν ἕνδεκα ὑπηρέτης» — ο βοηθός τών ένδεκα στην αρχαία Αθήνα, ο δήμιος τών πολιτικών καταδίκων (Πλάτ.)
δ) «ὑπηρέτης ἔργου» — άτομο που είχε μια οποιαδήποτε υπηρετική σχέση (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. υπηρέτης, σύνθ. από την πρόθεση ὑπό και το ουσ. ἐρέτης «κωπηλάτης» (το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως), αποτελούσε αρχικά όρο του ναυτικού λεξιλογίου και δήλωνε τον κωπηλάτη που βρισκόταν υπό τις διαταγές του κελευστή (για τη χρήση αυτή της πρόθεσης ὑπό βλ. λ. υπο-). Στη συνέχεια η λ. χρησιμοποιήθηκε κατ' επέκταση με τις γενικότερες σημ. «βοηθός, διάκονος, δούλος», οι οποίες είναι οι μόνες που διατηρήθηκαν και στη Νέα Ελληνική].
Greek Monotonic
ὑπηρέτης: -ου, ὁ (ἐρέτης),
I. κυρίως υποκωπηλάτης, υποναυτικός, βλ. ὑπηρεσία.
II. 1. γενικά υποταγμένος, υπηρέτης, ακόλουθος, συνοδός, βοηθός, αρωγός, επικούρος, Λατ. apparῐtor, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. αντικειμενική, ὑπηρέτης ἔργου, βοηθός στην εκτέλεση έργου, σε Ξεν.
2. στην Αθήνα: α) υπηρέτης που ακολουθούσε κάθε οπλίτη (ὁπλίτης) προκειμένου να μεταφέρει την αποσκευή και την ασπίδα του, σε Θουκ. β) ὁ τῶν ἕνδεκα ὑπηρετῶν, ο βοηθός των Έντεκα, που ήταν επιφορτισμένοι με την εκτέλεση της ποινής των πολιτικών καταδίκων, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὑπ-ηρέτης, ου, ὁ, ἐρέτης
I. properly an under-rower, under-seaman, v. ὑπηρεσία.
II. generally an underling, servant, attendant, assistant, Lat. apparitor, Hdt., Attic:—c. gen. objecti, ὑπ. ἔργου a helper in a work, Xen.
2. at Athens,
a. the servant who attended each man-at-arms (ὁπλίτησ) to carry his baggage and shield, Thuc.
b. ὁ τῶν ἕνδεκα ὑπ. the assistant of the Eleven, employed in executions, Plat.
Frisk Etymology German
ὑπηρέτης: {hupērétēs}
Forms: dor. (seit IVa) -τας
Grammar: m.
Meaning: Diener, Gehilfe, Genosse, Adjutant (att., Hdt. usw.);
Composita : ἀρχ(ι)-υπηρέτης m. oberster Minister (sp. Inschr. u. Pap.).
Derivative: Davon 1. ὑπηρέτις f. Dienerin (E., Pl. u.a.). 2. -ετικός zum Diener gehörig dienend, behilflich, untergeordnet; -όν (sc. πλοῖον), -ὸς κέλης kleines Schiffsboot, Eilboot (att. usw.). 3. -εσία, oft pl. -εσίαι f. Schiffsmannschaft, Dienerschaft, Dienstleistung (att. hell. u. sp.). 4. -έσιον n. = -ετικὸν πλοῖον (Eratosth. ap. Str.). 5. -ετέω, auch m. συν-, ἐξ- u.a., ’ὑπηρέτης sein, (be)dienen, beistehen, willfahren’ (ion. att.) mit -έτημα n. Dienstleistung (att.), -έτησις (ἐξ-) f. Bedienung (Arist., Pap. u.a.). 6. -ετεύω ib. (Messen., Kos) mit -ετεία f. (App. Anth.).
Etymology : Für sich steht ὑπηρέσιον im Sinn von Ruderkissen, übertr. Reitkissen (att. hell. u. sp.), wohl Hypostase ("was unter dem ἐρέτης liegt"). Urspr. Ausdruck der Seemannsprache. Die wörtliche Bed. Unterruderer läßt sich sachlich nicht begründen, s. Richardson Class Quart. 37, 55ff., der in ὑπ- mit Recht ein hypercharakterisierendes Präfix sieht, zunächst um den Gegensatz zum übergeordneten κελευστής hervorzuheben; vgl. ὑποδμώς = δμώς und Schw.-Debrunner 524 A. 1. Zur Bed. und Verbreitung von ὑπηρέτης u. Verw. noch E. Kretschmer Glotta 18, 77f. und Fraenkel Nom. ag. 1, 190 (im Einzelnen etwas abweichend). — Weiteres s. ἐρέτης.
Page 2,969-970
Chinese
原文音譯:Øphršthj 虛普-誒雷帖士
詞類次數:名詞(20)
原文字根:在下-划船(者) 相當於: (עֶבֶד)
字義溯源:划槳者,差役,僕人,執事,衙役,臣僕,幫手,職員,侍者;昔時,大帆船下艙中有大群奴隸排坐成列,作划槳的辛勞工作。所以划槳者意即差役,由(ὑπό)*=在下)與(ἐρείδω)X*=划船)組成。參讀 (βοηθός)同義字參讀 (διάκονος)同義字
出現次數:總共(20);太(2);可(2);路(2);約(9);徒(4);林前(1)
譯字彙編:
1) 差役(13) 太26:58; 可14:54; 可14:65; 約7:32; 約7:45; 約7:46; 約18:3; 約18:12; 約18:18; 約18:22; 約19:6; 徒5:22; 徒5:26;
2) 執事(4) 路1:2; 路4:20; 徒26:16; 林前4:1;
3) 幫手(1) 徒13:5;
4) 臣僕(1) 約18:36;
5) 衙役(1) 太5:25
English (Woodhouse)
attendant, minister, servant, squire, attendant on a knight
Mantoulidis Etymological
(=κωπηλάτης, βοηθός). Ἀπό τό ὑπό + ἐρέτης, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ὁ servidor c. suj. dioses κύριε θεέ, θεοῦ ὑπηρέτα, ... παράστα μοι señor dios, servidor de dios, ven a mi lado P II 79 τὸν Ἄνουβιν, τὸν πάντων θεῶν ὑπηρέτην Anubis, el servidor de todos los dioses P VII 548 c. suj. seres indefinidos ὁ δεῖνα, ἀπεσταλμένος μοι ἦς ὑπηρέτης fulano, tu has sido enviado a mí como servidor P X 4 σύ, ὁ ὑπηρέτης τῶν δʹ καλῶν θεῶν καὶ ἐνδόξων tú, el servidor de los cuatro dioses hermosos y gloriosos P LIX 5
Lexicon Thucydideum
famulus, attendant, servant, 3.17.3, 6.102.2.
Translations
rower
Azerbaijani: avarçı, avarçəkən, kürəkçi; Bulgarian: гребец; Catalan: remador, remer; Chinese Mandarin: 划手; Czech: veslař; Esperanto: remisto sg; Finnish: soutaja; French: rameur; Galician: remador, remeiro; Georgian: მენიჩბე; German: Ruderer; Greek: κωπηλάτης; Ancient Greek: ἐλατήρ, ἐπίκωπος, ἐρέτης, κωπηλάτης, νεηλάτης, πρόπολος, πρόσκωπος, ὑπηρέτας, ὑπηρέτης; Hebrew: חוֹתֵר, מְשׁוֹטָאי; Hungarian: evezős; Irish: iomróir; Italian: rematore, rematrice; Latin: remex; Maori: kaihoe; Norwegian Bokmål: roer; Old English: rōwend; Ottoman Turkish: كوركجی; Polish: wioślarz, wioślarka, bębniarz; Portuguese: remador, remeiro; Romanian: vâslaș, vâslitor, canotor; Russian: гребец; Spanish: remero, remador, boga, bogador; Tagalog: manggagaod; Turkish: kürekçi
servant
Aghwan: 𐔱𐔰𐕅𐔱𐔰𐕍𐔰𐔾; Albanian: shërbyes, shërbyese; Amharic: ሎሌ; Arabic: خَادِم, خَادِمَة, خَدَم; Egyptian Arabic: خدام, خدامة; Armenian: ծառա, սպասավոր; Aromanian: dul, huzmichear, shcljau; Azerbaijani: qulluqçu, nökər, xidmətçi; Bashkir: хеҙмәтсе; Belarusian: слуга, служанка, прыслужнік, прыслужніца, служка; Bengali: নোকর, চাকর; Bole: buda; Breton: servijour, servijourez; Bulgarian: слуга, прислужник, прислужница, служител, служителка; Burmese: အစေအပါး; Catalan: servent, criat; Chinese Mandarin: 僕人, 仆人, 傭人, 佣人, 奴僕, 奴仆, 奴役; Cimbrian: diinar, diinaren; Czech: sluha, služebný, služka; Danish: tjener; Dutch: hulp, hulpje, huishoudhulp, bediende, knecht, meid, dienaar; Erzya: вардо, варданка; Estonian: teenija, sulane; Finnish: palvelija; French: serviteur, domestique, servante; Friulian: sierf, famei, servidôr; Galician: servente, criado; Georgian: მსახური; German: Diener, Dienerin, Lakai, Kammerdiener, Zofe, Bediensteter, Bediener, Dienstbote; Knecht, Magd; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌱𐌰𐌷𐍄𐍃; Greek: υπηρέτης; Ancient Greek: θεράπων, θεράπαινα; Hausa: yaro; Hebrew: מְשָׁרֵת; Higaonon: kabulig; Hindi: नौकर, चाकर, नौकरानी, सेवक, भृत्य, मुलाज़िम; Hungarian: szolga, cseléd; Icelandic: þjónn; Indonesian: pembantu; Irish: seirbhíseach, searbhónta; Italian: servo, servitore, domestico, famiglio; Japanese: 使用人, 召使い; Javanese: réwang, réncang; Kazakh: даяшы, малай, қызметші; Khmer: អ្នកបំរើ, សេវកៈ, បាវ, ព្រាវ; Korean: 하인(下人), 머슴, 사용인(使用人); Kurdish Northern Kurdish: benî, kole, noker; Kyrgyz: кызматчы, кул, малай; Lao: ຂະຍົມ, ຂ້າ, ບ່າວ; Latin: minister, ministra, famulus, famula; Latvian: kalps, kalpone, sulains; Lithuanian: tarnas; Macedonian: слуга, служител, служителка; Malay: hamba, khadam; Maltese: ħaddiem; Maore Comorian: mutru wa hazi; Maori: hāwini, tūmau; Middle English: serjaunt, servaunt; Mongolian Cyrillic: зарц; Mongolian: ᠵᠠᠷᠤᠴᠠ; Navajo: naalʼaʼí; Norwegian Bokmål: tjener; Old Church Slavonic Cyrillic: слоуга, слоужитель; Old East Slavic: слуга; Old English: þeġn; Pali: sevaka; Pashto: خدمتګار, نوکر, خادم; Persian: خدمتکار, نوکر, خادم; Plautdietsch: Deena; Polish: służący pers, służąca, sługa; Portuguese: empregado, criado, serviçal; Romanian: servitor, slugă, slujitor; Russian: слуга, служанка; Sanskrit: सेवक, सेविका, भृत्य; Scottish Gaelic: searbhanta, seirbhiseach; Serbo-Croatian Cyrillic: слуга, слу̀жа̄вка, слу̏шкиња; Roman: slúga, slùžāvka, slȕškinja; Sicilian: criatu, servu; Slovak: sluha, slúžka; Slovene: služabnik, služabnica, sluga, služkinja; Spanish: sirviente, criado, mozo, doméstico, empleado; Swahili: mtumishi; Swedish: betjänt, tjänare; Tajik: хизматгор, пешхизмат, чокар, навкар; Tatar: хезмәтче; Thai: ข้า, บ่าว, ภัจ, คนรับใช้, เสวก, คนใช้, ภฤตย์; Tibetan: བྲན་གཡོག; Tigrinya: ከዳሚ; Tocharian B: mañiye, mañiya; Turkish: hizmetçi, uşak, kul; Turkmen: gullukçy, hyzmatkär; Ukrainian: слуга, служниця; Urdu: نوکر, چاکر, نوکرانی, خادم, ملازم; Uyghur: خىزمەتچى, مالاي; Uzbek: xizmatkor, malay; Venetian: servidór, famegio, besariòl; Vietnamese: đầy tớ, người hầu; Yiddish: דינסט, קנעכט, באַדינער, באַדינערטע
helper
Albanian: ndihmës; Arabic: مُسَاعِد; Aramaic Classical Syriac: ܥܕܘܪܐ, ܥܕܘܪܬܐ, ܡܥܕܪܢܐ, ܡܥܕܪܢܝܬܐ; Armenian: օգնական; Azerbaijani: köməkçi, yardımçı; Bashkir: ярҙамсы; Belarusian: памочнік, памочніца; Bengali: সহায়ক; Bulgarian: помощник, помощничка, помощница, помагач, помагачка; Burmese: အကူ; Catalan: ajudant, ajudador; Chinese Mandarin: 幫手, 帮手, 助手; Czech: pomocník, pomocnice; Danish: hjælper; Dutch: helper, helpster; Estonian: aitaja, abiline; Finnish: auttaja, avustaja, apuri, apulainen; French: assistant, assistante; Georgian: დამხმარე, მშველელი; German: Helfer, Helferin; Greek: βοηθός; Ancient Greek: ἀμύντωρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἀοσσητήρ, ἀρωγός, βοαθόος, βοηδρόμιος, βοηδρόμος, βοηθόος, βοηθός, ἐπαμύντωρ, ἐπαρηγών, ἐπαρωγός, ἔπεργος, ἐπίκουρος, ἐπίρροθος, ἐπιτάρροθος, ξυνεργός, παράκλητος, παράσειρος, παρασπιστής, παραστάτις, πάρεδρος, ποδηγός, συλλήπτωρ, συμπαραστάτης, ξυμπαραστάτης, συμπράκτωρ, συναρωγός, συνέντης, συνεργάτης, συνεργάτις, συνεργός, συνέριθος, τιμάορος, τιμωρός, ὑπηρέτας, ὑπηρέτης, ὑπουργός; Hebrew: עוֹזֵר; Hindi: सहायक; Hungarian: segítő, segéd; Ido: helpanto, helpero, helpisto; Indonesian: penolong; Irish: cúntóir; Italian: aiutante, assistente, supporto, apprendista; Japanese: 助手, 手伝い, ヘルパー; Kazakh: көмекші; Khmer: អ្នកជំនួយ; Korean: 조수; Kurdish Northern Kurdish: alîkar; Kyrgyz: жардамчы; Ladino Latin: ayudador; Lao: ຜູ້ຊ່ວຍ; Latin: adiutor, optio, administer; Low German: Hölper, Hölpersche, Hölperin; Macedonian: помагач, помагачка, помошник, помошничка; Maori: uruora; Mongolian: туслагч; Ngazidja Comorian: mpveshezi; Pashto: مرستونی; Persian: دستیار, آسیستان; Plautdietsch: Halpa; Polish: pomocnik, pomocnica; Portuguese: ajudante; Romanian: ajutor, ajutoare; Russian: помощник, помощница, ассистент, ассистентка, подручный; Serbo-Croatian Cyrillic: помо̀ћнӣк, асѝстент; Roman: pomòćnīk, asìstent; Slovak: pomocník, pomocníca; Slovene: pomočnik, pomočnica; Spanish: ayudante, ayudador; Swahili: msaidizi; Swedish: medhjälpare; Tajik: ёрдамчӣ; Tatar: ярдәмче; Telugu: సహాయకుడు; Thai: ผู้ช่วย; Turkish: yardımcı; Turkmen: kömekçi; Ukrainian: помічник, помічниця; Uyghur: ياردەمچى; Uzbek: yordamchi; Vietnamese: phó thủ; Volapük: yufan, hiyufan, jiyufan