ἔγχρυσος

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ον,

   A golden, ὅπλον Schwyzer647.35 (Cyme, i A.D.); στολή Philostr.Im.1.22; πρόσοψις D.S.3.39.

German (Pape)

[Seite 714] vergoldet, πρόσοψις, wie Gold, D. Sic. 3, 39, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχρῡσος: -ον, χρυσοῦς, ὅπλον Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 35· στολὴ Φιλόστρ. 796 πρόσοψις Διόδ. 3. 39.

Spanish (DGE)

-ον
dorado εἰκὼν γραπτὰ ἐν ὅπλῳ ἐνχρύσῳ retrato pintado sobre un escudo dorado, IKyme 19.35 (I a./d.C.)
con reflejos de oro στολή Philostr.Im.1.22, πρόσοψις del topacio, Agatharch.82.

Greek Monolingual

ἔγχρυσος, -ον (Α)
επιχρυσωμένος, χρυσωμένος
αρχ.
αυτός που μοιάζει με χρυσό, που χρυσίζει.