πρόσοψις
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A appearance, aspect, ἀνδρὸς αἰδοίου Pi.P.4.29 (s.v.l.), cf. Thphr.HP7.6.4: periphrasis, σὴν πρόσοψιν εἰσιδεῖν = thy presence, thy person, thyself, S.Aj.70, cf. El.1286 (lyr.), E.Or.952; ὦ φιλτάτη πρόσοψις Id.Hel. 636 (lyr.); νεκρὰν πρόσοψιν . . τέκνου, i.e. τέκνον τεθνηκός, Epigr.Gr. 376.8 (Phrygia, ii A.D.).
II seeing, beholding, E.Or.1021; εἰς πρόσοψίν τινος ἐλθών Id.Andr.685; μὴ ἔχων τὴν πρόσοψιν τῶν πολεμίων ἐκ πολλοῦ Th.2.89; ἐκ πρώτης προσόψεως Luc.Anach.29, cf. Corn.ND25; sight, καταπληκτικὴ πρόσοψις Plb.3.114.4.
III look-out, opening, dub. in Arist. Pr.940a12.
German (Pape)
[Seite 776] ἡ, das äußerliche Ansehen, die Gestalt; δαίμων ἐπῆλθεν, φαιδίμαν ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος, Pind. P. 4, 29; ἐν ἀσχήμονι προσόψει, in elender Gestalt, traurigem Aufzuge, D. Sic. 13, 27; – das Ansehen, der Anblick, φιλτάτην ἔχων πρόσοψιν, Soph. El. 1278, vgl. Ai. 70; Eur. εἰς πρόσοψιν τῆς ἐμῆς ἐλθὼν γυναικός, Andr. 686; bei Thuc. 2, 89. 4, 7. 9 scheint mit Bekker u. Poppo πρόοψις zu ändern; Xen. u. Folgde, wie Pol. 9, 41, 2; φροντιστικοὶ τὴν πρόσοψιν, Luc. Pisc. 12; ἐν ἀσχήμονι προσόψει, D. Sic. 13, 27.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. action de regarder ; regard, coup d'œil;
II. 1 vue au loin, perspective;
2 aspect, visage, air ; périphr. σὴν πρόσοψιν SOPH ta personne (litt. ton visage).
Étymologie: προσόψομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσοψις -εως, ἡ [~ προσοράω] blik, het aanschouwen:. ἐς πρόσοψιν τῆς ἐμῆς ἐλθών... γυναικός toen ik oog in oog met mijn vrouw stond Eur. Andr. 685; ἐκ πρώτης προσόψεως bij de eerste aanblik Luc. 37.29. wat gezien wordt aanblik, gezicht, uiterlijk:. φιλτάταν ἔχων πρόσοψιν met je allerliefste gezicht Soph. El. 1286; σὴν πρόσοψιν εἰσιδεῖν jouw aanblik te zien Soph. Ai. 70; πρόσοψις ἀθλία een akelig gezicht Eur. Or. 952.
Russian (Dvoretsky)
πρόσοψις: εως ἡ
1 вид, внешность (ἀνδρός Pind.; π. φιλτάτη Soph.);
2 взгляд (ἐκ πρώτης προσόψεως Luc.);
3 лицо, личность (πρόσοψίν τινος εἰσιδεῖν Soph.): εἰς πρόσοψίν τινος ἐλθεῖν Eur. узреть кого-л.
English (Slater)
πρόσοψις appearance “φαιδίμαν ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος” (P. 4.29)
Greek Monotonic
πρόσοψις: ἡ,
I. εμφάνιση, εξωτερική όψη, παρουσιαστικό, σε Πίνδ.· περίφραστ., σὴ πρόσοψις, η παρουσία σου, εσύ, σε Σοφ.
II. βλέμμα, κοίταγμα, όψη, όραση, θέα, σε Ευρ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσοψις: ἡ, ἡ ὄψις, φαιδίμαν ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος, «ἀνδρὸς αἰδεσίμου καὶ ἀξιοπρεποῦς φαιδρὰν καὶ εὐπρεπῆ ὄψιν ἑαυτῷ περιθεὶς» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 51· ἐγὼ γὰρ ὀμμάτων ἀποστρόφους αὐγὰς ἀπείρξω σὴν πρόσοψιν εἰσιδεῖν, οὕτως ὥστε νὰ μὴ ἴδωσι τὸ πρόσωπόν σου, Σοφ. Αἴ. 70, πρβλ. Ἠλ. 1286, Εὐρ. Ὀρ. 952· ὦ πόσις, ὦ φιλτάτη πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 636 νεκρὰν πρόσοψιν... τέκνον, δηλ. τέκνον τεθνηκός, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 376. 8. ΙΙ. τὸ βλέπειν, ἡ ὄψις, θέα, Εὐρ. Ὀρ. 1021· εἰς πρόσοψίν τινος ἐλθεῖν Ἀνδρ. 685· μὴ ἔχων τὴν πρ. τῶν πολεμίων ἐκ πολλοῦ Θουκ. 2. 89 (πρβλ. πρόοψις)· ἐκ πρώτης πρ. Λουκ. Ἀνάχ. 29· πρβλ. ὡσαύτως· πρόωσις.
Middle Liddell
πρόσ-οψις, εως,
I. appearance, aspect, mien, Pind.; periphrasis, σὴ πρ. thy presence, i. e. thyself, Soph.
II. a seeing, beholding, sight, view, Eur., Thuc.
English (Woodhouse)
appearance, spectacle, power of seeing, power of sight
Mantoulidis Etymological
(=ἐμφάνιση, θέα). Ἀπό τό προσόψομαι, μέλλ. τοῦ προσορῶ → πρός + ὁράω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
prospectus, view, sight, 2.89.8, 4.29.4.