εθνοπρόβλητος

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ο
αυτός που προβάλλεται από το έθνος ή εκλέγεται σε μεγάλο αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Επιθεώρησις].