εἰδωλολατρία
English (LSJ)
ἡ,
A idolatry, Ep.Gal.5.20, 1 Ep.Cor.10.14.
Greek Monolingual
η (AM εἰδωλολατρία)
η λατρεία τών ειδώλων, πολυθεϊκή λατρεία
ļ
ἡ,
A idolatry, Ep.Gal.5.20, 1 Ep.Cor.10.14.
η (AM εἰδωλολατρία)
η λατρεία τών ειδώλων, πολυθεϊκή λατρεία
ļ