εικονογράφηση

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. διακόσμηση με εικόνες
2. το σύνολο τών εικόνων που στολίζουν βιβλίο, ναό, κτήριο κ.λπ.