ἑκάεργος, ο (θηλ. ἑκαέργη > δωρ. τ. ἑκαέργα) (Α)1. αυτός που ενεργεί από μακριά2. ὁ Ἑκάεργος(ως επίθ. του Απόλλωνος) αυτός που ρίχνει μακριά το τόξο3. ἡ Ἑκαέργη (ως επίθ. της Αρτέμιδος).