ἐκδωριεύομαι

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

Pass.,

   A become a thorough Dorian, Hdt.8.73 (pf. ἐκδεδωρίευνται: ἐκδεδωρίωνται Valck., ἐκδεδωρίδαται Dind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδωριεύομαι: παθ. γίνομαι τέλειος Δωριεύς, Ἡρόδ. 8. 73, ἐν τῷ πρκμ, ἐκδεδωρίυνται: συμφωνότερος πρὸς τὴν ἀναλογίαν θὰ ἦτο ὁ τύπος ἐκδεδωρίωνται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωριόομαι), ἢ ἐκδεδωρίδαται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωρίζω).

Spanish (DGE)

dorizarse, convertirse en dorio οἱ δὲ Κυνούριοι αὐτόχθονες ἐόντες ... ἐκδεδωρίευνται δὲ ὑπὸ Ἀργείων ἀρχόμενοι Hdt.8.73.3.

Greek Monolingual

ἐκδωριεύομαι (Α)
γίνομαι τέλειος Δωριεύς.