ἔκλεμμα

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐκλέπω)

   A peel, rind, Hp.Morb.2.13.

German (Pape)

[Seite 767] τό, das Abgeschälte, die Rinde, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκλεμμα: τό (ἐκλέπω) ὁ ἀφαιρεθεὶς φλοιός, λέπυρον, «φλοῦδα» Ἱππ. 465. 42.

Spanish (DGE)

-ματος, τό cáscarade bellota, Hp.Morb.2.13.

Greek Monolingual

ἔκλεμμα, το (Α)
φλοιός που έχει αφαιρεθεί.