-η, -ο (AM ἔκλυτος, -ον)1. εξασθενημένος, άτονος2. χαλαρός, χωρίς ηθικές αναστολές και περιορισμούς(«έκλυτος βίος»)αρχ.1. (για ακόντιο) εύκολος στο ρίξιμο, ελαφρός2. αδύνατος, ασθενικός3. ήπιος, μαλακός.