ἐκτιστής

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ἀποδότης, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτιστής: «ἀποδότης» Ἡσύχ., ἀλλὰ κατὰ Κόντον διορθωτέον ἐκτίστης, Γλωσσ. Παρατ. 132.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 el que reintegra o paga por entero τοῦ προστίμου PSI 1435.6 (I d.C.), deudas ὀφλήματος πατρικοῦ Nil.Narr.7.15, τῶν ἡμετέρων δανείων Nil.in Cant.86.11.
2 ref. a Dios retribuidor de buenas obras, Nil.M.79.848D.
3 prob. vengador μὴ γένῃ ... πονηροῦ δανείου πονηρότερος ἐ. Basil.M.31.357B.

Greek Monolingual

ἐκτιστής, ο (Α)
«αποδότης» κατά τον Ησύχιο.