αποδότης

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source

Greek Monolingual

ο (Μ ἀποδότης)
νεοελλ.
1. ο εργάτης που μεταφέρει λάσπη στους χτίστες
2. γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το φόρτωμα σταριού, σανού κ.λπ.
μσν.
αυτός που ανταποδίδει κάτι σε κάποιον.