ἐκταμιεύομαι

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

   A dispense, Agatharch.102.    II receive from store, PRein.15.16, al. (ii B.C.).

Spanish (DGE)

1 recibir, almacenar mercancías libradas por un proveedor o mayorista οὓς ἐκτεταμίευσαι ἐρίφους δι' ἐμοῦ PCair.Zen.429.10, cf. 8.21, PEnteux.34.5 (todos III a.C.), πυροῦ ἀρτάβας ... ἃς ἐκτεταμίευται παρ' αὐτοῦ ἐξ οἶκου PLugd.Bat.22.15.16, cf. 18.9 (ambos II a.C.), en v. pas. τοῦ ἐκτεταμιευμένου σίτου PSI 482.4 (III a.C.).
2 administrar comercialmente, distribuir en exclusiva, monopolizar Σαβαίων καὶ Γερραίων ... ἐκτεταμιευμένων πᾶν τὸ πῖπτον εἰς διαφορᾶς λόγον Agatharch.102.

Greek Monolingual

ἐκταμιεύομαι (Α)
1. αποταμιεύω, εξοικονομῶ
2. παίρνω από την αποθήκη.