εκπόρνευση
Greek Monolingual
η
1. παρακίνηση σε πορνεία
2. πτώση, υποβιβασμός σε κατάσταση ανάλογη με της πορνείας («εκπόρνευση τών ιδανικών, του λειτουργήματος κ.λπ.»).
η
1. παρακίνηση σε πορνεία
2. πτώση, υποβιβασμός σε κατάσταση ανάλογη με της πορνείας («εκπόρνευση τών ιδανικών, του λειτουργήματος κ.λπ.»).