ἕλανδρος

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ον,

   A man-destroying, epith. of Helen, A.Ag.689 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 789] Männer fangend, Aesch. Ag. 674.

Greek (Liddell-Scott)

ἕλανδρος: -ον, ἐπίθ. τῆς Ἑλένης, ἡ καταστρέφουσα τοὺς ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 689.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend les hommes.
Étymologie: ἑλεῖν, ἀνήρ.

Spanish (DGE)

-ον
que destruye o pierde a los hombresde Helena, A.A.690.

Greek Monolingual

ἔλανδρος, -ον (Α)
(για την Ελένη) αυτή που καταστρέφει τους άντρες, ολέθρια για τους άνδρες.