ἐλαιοφυτεία

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ἡ,

   A planting of olives, St.Byz.s.v.Φελλεύς.

German (Pape)

[Seite 789] ἡ, Oelpflanzung, St. B. v. Φελλεύς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοφῠτεία: ἡ, τὸ φυτεύειν ἐλαίας, γῆν λιπαρὰν πρὸς ἐλαιοφυτείαν Στέφ. Β. ἐν λ. φελλεύς.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ plantío de olivos, olivar St.Byz.s.u. Φελλεύς.

Greek Monolingual

η (AM ἐλαιοφυτεία)
1. η φύτευση ελαιοδένδρων
2. έκταση γης φυτεμένη με ελιές, ελαιώνας, λιόφυτο, λιοστάσι.