φύτευση

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source

Greek Monolingual

η / φύτευσις, -εύσεως, ΝΜΑ φυτεύω
η ενέργεια του φυτεύω, τοποθέτηση φυτού στο έδαφος για να βλαστήσει και να αναπτυχθεί
νεοελλ.
(γεωπ.) η τοποθέτηση στο έδαφος νεαρών φυταρίων που προέρχονται από τα σπορεία ή από τα φυτώρια, ή φυτικών οργάνων που επιτρέπουν τον αγενή πολλαπλασιασμό τών φυτών, όπως είναι οι κόνδυλοι (α. «φύτευση δενδρυλλίων» β. «φύτευση καπνού» γ. «φύτευση πατάτας»)
αρχ.
πλήθος φυτών φυτευμένων σε έναν τόπο, φυτεία.