ελληνιστικός

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χρόνους του ελληνισμού από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ώς την επιβολή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας («ελληνιστική περίοδος», «ελληνιστική εποχή», «ελληνιστική ποίηση»).