-α, -ο (για πτηνά, ζώα και φυτά)1. αυτός που ζει ή αναπτύσσεται στα έλη2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ελόβιατάξη τροπιδωτών πτηνών, καλοβάμονα (η μπεκάτσα, το λελέκι κ.ά.).