ἔμεσμα

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A vomit, Id.Prog.13 (pl.).

German (Pape)

[Seite 807] τό, das Ausgebrochene; auch = Vorigem, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμεσμα: τό, ὅ,τι ἐξημέθη, «ξέρασμα», Ἱππ. Προγν. 41.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. vómito, materia vomitada Hp.Morb.2.73, Int.6, Prog.13.

Greek Monolingual

το (Α ἔμεσμα)
το αποτέλεσμα του εμετού, το ξέρασμα.