ξέρασμα
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξερνώ, ο εμετός, το ξερατό
2. συν. στον πληθ. τα ξεράσματα
μτφ. λόγια και πράξεις που προκαλούν αηδία («τί ξεράσματα είναι αυτά που μού λές»)
3. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός) αντιπαθητικό άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐξέρασμα (< ἐξερῶ [Ι]) με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].