ἐμπλέκτης

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who plaits hair, Gloss.:—fem. ἐμπλέκ-τρια, ib., EM528.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλέκτης: -ου, ὁ, ὁ πλέκων τὰς κόμας, κομμωτής, Γλωσσ.: θηλ. ἐμπλέκτρια = κομμώτρια, «κομμώτριαν Ἀττικῶς, ἐμπλέκτριαν Ἑλληνικῶς» Μοῖρις 237· - «κομμώτρια, ἐμπλέκτρια, ἡ κοσμοῦσα τὰς γυναῖκας» Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ prob. el que trenza los cabellos, peluquero, MAMA 10.428 (Frigia, imper.), Gloss.2.109.

Greek Monolingual

ἐμπλέκτης, ο (θηλ. ἐμπλέκτρια, η) (AM)
ο κομμωτής.