ἐμπλέκτης

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπλέκτης Medium diacritics: ἐμπλέκτης Low diacritics: εμπλέκτης Capitals: ΕΜΠΛΕΚΤΗΣ
Transliteration A: empléktēs Transliteration B: emplektēs Transliteration C: emplektis Beta Code: e)mple/kths

English (LSJ)

ἐμπλέκτου, ὁ, one who plaits hair, Glossaria:—fem. ἐμπλέκτρια, ib., EM528.5.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ prob. el que trenza los cabellos, peluquero, MAMA 10.428 (Frigia, imper.), Gloss.2.109.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλέκτης: -ου, ὁ, ὁ πλέκων τὰς κόμας, κομμωτής, Γλωσσ.: θηλ. ἐμπλέκτρια = κομμώτρια, «κομμώτριαν Ἀττικῶς, ἐμπλέκτριαν Ἑλληνικῶς» Μοῖρις 237· - «κομμώτρια, ἐμπλέκτρια, ἡ κοσμοῦσα τὰς γυναῖκας» Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἐμπλέκτης, ο (θηλ. ἐμπλέκτρια, η) (AM)
ο κομμωτής.